οστεογενες

οστεογενες
    ὀστεογενές
    ὀστεο-γενές
    τό костный мозг Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οστεογενες" в других словарях:

  • ὀστεογενές — ὀστεογενής produced in the bones masc/fem voc sg ὀστεογενής produced in the bones neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστεογενής — ές (Α ὀστεογενής, ές) αυτός που διαπλάστηκε ή σύγκειται από οστά («οστεογενές σάρκωμα») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεογενές ονομασία τού μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασο γενής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»